πηλίκα

πηλίκα
πηλίκος
how great
neut nom/voc/acc pl
πηλίκᾱ , πηλίκος
how great
fem nom/voc/acc dual
πηλίκᾱ , πηλίκος
how great
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηλίκας — πηλίκᾱς , πηλίκος how great fem acc pl πηλίκᾱς , πηλίκος how great fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

  • ψυχόγραμμα — Στις στατιστικές αναλύσεις της ψυχολογίας είναι η γραφική παράσταση, που γίνεται με διαγράμματα ή ιστογράμματα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από ένα άτομο, που υποβλήθηκε σε σειρά ψυχολογικών τεστ. Γενικά, τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • πηλίκαι — πηλίκος how great fem nom/voc pl πηλίκᾱͅ , πηλίκος how great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”